Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
(Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
Σίγουρα ο κατήφορος της αξιακής παρακμής των Ελλήνων χάνεται στο βάθος του χρόνου, όμως η παρακμάζουσα ελληνική Εξωτερική πολιτική επιτάχυνε την κατηφορική πορεία της χώρας μας από τότε που ”έκτισε” την εθνική στρατηγική της πάνω σε δύο καταστροφικά δόγματα:
Στο Σημιτικό του ”κατευνασμού” (που καλλιεργεί την ηττοπάθεια ενός ταπεινωτικού συμβιβασμού) και το Ανδρεοπαπανδρεϊκό του ”Δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτα” (που μας ωθεί να ρίξουμε το βάρος στο πρώτο σκέλος του δόγματος αφήνοντας υποτιμημένο το δεύτερο).
Θλιβερά αμφότερα, γιατί μας απενεργοποιούν εθνικά. Μας βουλιάζουν στην αβεβαιότητα και την απραξία και μετατρέπουν την πατρίδα μας σε θύμα ετεροκατευθυνόμενων ”μινιμαλιστών” πολιτικών οι οποίοι καλύπτουν την απουσία εθνικού οράματος στην πολιτική τους με ανούσια φληναφήματα, πομφόλυγες και πομπώδεις ρητορείες.
Κι αυτά δυστυχώς δεν μπορούν να ανατάξουν την τραυματισμένη Ελλάδα. Μόνο κρατούν φυλακισμένο ένα χείμαρρο παραπόνων των πολιτών για την πολιτική ηττοπάθειας που ασκούν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Πολιτική η οποία μας οδηγεί μόνιμα σε εθνικές υποχωρήσεις, για να μην οξύνουμε τις σχέσεις μας με τους γείτονες και προπάντων με την Τουρκία.
Ακούω τον νυν ΥΠΕΞ μας Νίκο Δένδια να επαίρεται συχνά για το γεγονός ότι η ισχυρή διπλωματικά, στρατιωτικά και γεωστρατηγικά Ελλάδα είναι σταθεροποιητικός παράγοντας των Βαλκανίων και ο ρόλος της αυτός έχει αναγνωριστεί από τους συμμάχους.
Χαμογελάω πικρά γιατί διαπιστώνω πως τόσο ο ίδιος, όσο και οι περισσότεροι προκάτοχοί του (με φωτεινή εξαίρεση την Βιργινία Τσουδερού και ελάχιστους άλλους), ”πάσχουν” από στομωμένη πολιτική οξύνοια, ατελή ιστορική σκέψη και ενσυναίσθηση και έλλειψη εθνικής διορατικότητας.
Γιατί πώς γίνεται να είναι η χώρα μας ”ήρεμη δύναμη”, διεθνοπολιτικά ισχυρή στα Βαλκάνια και ταυτόχρονα ανίσχυρη διπλωματικά, θεσμικά και στρατιωτικά, για να προασπίσει μια αναγνωρισμένη ως μειονότητα κοιτίδα του Ελληνισμού, αυτήν της Βορείου Ηπείρου;
Και για να το πάω παραπέρα, πώς γίνεται, όντας τόσο δυνατή, να μην έχει εντάξει ακόμα δια των υπουργών Εξωτερικών της – στα μακροπρόθεσμα, έστω, στρατηγικά της σχέδια – την αναγνώριση των 300.000 βλαχόφωνων (Σαρακατσάνων) της ελληνικής μειονότητας των Σκοπίων, πολιτικών προσφύγων της εποχής του Εμφυλίου για τους οποίους υπήρχε απαγορευτικό διέλευσης των συνόρων μας απ’ το 1949 μέχρι το 1992 που άνοιξαν ;
Ελλήνων που ”βαφτίστηκαν” Σκοπιανοί, αφού προηγουμένως – υπό το κράτος του φόβου και της πνευματικής τρομοκρατίας που τους ασκήθηκε για να απαρνηθούν τις ρίζες, την ταυτότητα και την πίστη τους – άλλαξαν τα ονόματά τους προσθέτοντας σλαβικές καταλήξεις σ’ αυτά.
Αλλά βέβαια, ο εκσλαβισμός των Ελλήνων – που είχαν εγκατασταθεί στην πλειοψηφία τους στο Μοναστήρι, την Τζουμαγιά, τον Πρίλαπο (Περλεπέ), τη Γευγελή, το Πέχτσοβο, το Κρίτσοβο, περιοχές με γηγενείς ελληνόφωνους – ήταν και είναι ”ψιλά γράμματα” για τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες δεν τόλμησαν μεταπολεμικά να τους αναγνωρίσουν ως εθνική μειονότητα από φόβο μην τις πουν ”εθνικιστικές” και βρεθούν στην ίδια θέση με τους ”αλυτρωτιστές” των Σκοπίων…
Αν όμως για το ως άνω θέμα βρήκαν ως δικαιολογία αυτή, σίγουρα δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για τις τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις – και δη τη σημερινή – αναφορικά με την απάθεια που επιδεικνύει στο θέμα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας.
Η λήθη ως φαίνεται ξεθώριασε την ιστορική μνήμη όλων και τους έκανε να ξεχάσουν πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε τη Βόρειο Ήπειρο ως ”τελευταία αλύτρωτη πατρίδα” (πατρίδα που, αν και απελευθερώθηκε τρεις φορές απ’ τους Έλληνες, εντάχθηκε με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας [1914] στο νεοσύστατο τότε αλβανικό κράτος, μετά από εκβιασμό στον Βενιζέλο ότι αν δεν αποδεχθεί την παραχώρηση της Β. Ηπείρου, θα πάρουν από την Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου).
Τους έκανε να ξεχάσουν, επίσης, τον λόγο-παρακαταθήκη του Γεώργιου Παπανδρέου ότι ”Τα δικαιώματα της Ελλάδας στη Βόρεια Ήπειρο είναι απαράγραπτα” και ως τέτοια πρέπει να προστατεύονται στον ύψιστο βαθμό, κάτι που δε συμβαίνει ως τώρα. Και το ”τώρα” των αλβανικών κυβερνήσεων (με αποκορύφωμα τη σημερινή του Έντι Ράμα) είναι ελάχιστα πιο ελπιδοφόρο για την ελληνική μειονότητα από εκείνο που βίωσε μέχρι την πτώση του Χότζα (1991).
Την ελληνική μειονότητα η οποία υφίσταται ”εθνοκάθαρση χαμηλής έντασης”, κοινώς στοχευμένες διώξεις που να μην αφήνουν τεκμήρια πίσω τους. όπως η ”βάφτιση” ως ”αυτοκτονίας” της δολοφονίας του Κωνσταντίνου Κατσίφα.
Διώξεις ύπουλες, μεθοδευμένες και καλά οργανωμένες, που περιλαμβάνουν από συλλήσεις Ορθόδοξων εκκλησιών, δημεύσεις περιουσιών και οικονομικούς εκβιασμούς σε Βορειοηπειρώτες (ώστε να εγκαταλείψουν δια παντός τις προγονικές εστίες τους), μέχρι άσκηση κάθε μέσου βίας, δολοφονίες, νοθεύσεις εκλογικών αποτελεσμάτων, αλλοίωση απογραφής μειονοτικού πληθυσμού και παράνομη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων όσων Ομογενών μας ανθίστανται στον επιχειρούμενο αφελληνισμό δια των επιγαμιών μετά την συμφωνημένη από Ράμα και Ερντογάν μετεγκατάσταση στα εδάφη τους χιλιάδων Πακιστανών και Αφγανών μεταναστών και προσφύγων.
Η μεγάλη Αλβανία (γνωστή ως ”Φυσική Αλβανία”) ”χτίζεται”, κατά πώς φαίνεται, όχι μόνο με βάση την προοπτική της ένωσής της με το Κόσοβο (ώστε η πρώτη να απορροφήσει το δεύτερο σε βάρος των φίλων μας Σέρβων, οι οποίοι σε περίπτωση αναγνώρισης του Κοσόβου από εμάς ως ανεξάρτητου κράτους θα αναγνωρίσουν πάραυτα – σε αντίποινα – την ”Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”), αλλά και με βάση την αποδόμηση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και την ικανοποίηση των χρηματικών και εδαφικών αιτημάτων των τσάμηδων (δωσίλογων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργατών των Ιταλών φασιστών και των Γερμανών ναζιστών).
Με δεδομένα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν πρέπει να προχωρήσει σε αναγνώριση του Κοσόβου, αλλά θα πρέπει να αποκλείσει κάθε περίπτωση ικανοποίησης οποιουδήποτε αιτήματος των τσάμηδων και να αναλάβει τις ευθύνες της – νόμιμα και δημοκρατικά – για την προστασία των εγκαταλελειμμένων Βορειοηπειρωτών αδελφών μας.
Κι αυτό θα γίνει αν, σε κάθε περιστατικό αυθαιρεσίας, άσκησης βίας, απόπειρας αφελληνισμού και εκδίωξης των Ομογενών μας απ’ τις εστίες τους η Ελλάδα είναι παρούσα, για να ελέγξει τις αυθαιρεσίες του Ράμα και να καταδικάσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Αν προστατέψει δηλαδή τα ”απαράγραπτα δικαιώματα” των Βορειοηπειρωτών που βλέπουμε να παραγράφονται εξακολουθητικά με θεατή την ίδια.
Δικαιωμάτων που – αν συνεχίσουν να παραγράφονται, να καταπατώνται – είναι υποχρεωμένη η χώρα μας να στηρίξει (δια του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών της) την προσφυγή των Βορειοηπειρωτών στη Χάγη για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, όπως η δήλωση της εθνικής καταγωγής και του θρησκεύματός τους χωρίς συνέπειες.
Γιατί είναι σίγουρο ότι η στήριξη της Αθήνας, θα τους βοηθήσει να δικαιωθούν όπως είχαν δικαιωθεί οι Βορειοηπειρώτες το 1935 όταν προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο με αφορμή το άρθρο 206 του αλβανικού συντάγματος το οποίο απαγόρευε την λειτουργία ιδιωτικών σχολείων στην Αλβανία (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας).
Σημειώνω, επίσης, ότι έχουμε κάθε δυνατότητα – σε κυβερνητικό επίπεδο – να ζητήσουμε εγγυήσεις από τον Ράμα για μη νόθευση του αποτελέσματος απογραφής της ελληνικής μειονότητας το ’22 (δια της μεθόδου της πλαστογράφησης), με σκοπό την αλλοίωση του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου.
Ωστόσο δε μας συμφέρει ως Ελλάδα να κάνουμε αυτό που ζητούν κάποιοι αξιόλογοι δημοσιογράφοι ξέροντας πως κάτι τέτοιο θα απαλλάξει μια και καλή απ’ τις αλβανικές διώξεις, προκλήσεις και αυθαιρεσίες τους Βορειοηπειρώτες αδελφούς μας.
Δε μας συμφέρει ”να απαιτήσουμε την εφαρμογή μιας ευρείας διοικητικής, αστυνομικής και εκπαιδευτικής αυτοδιοίκησης των Ελλήνων, με δεδομένο ότι δε θα αμφισβητήσουμε την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας”, γιατί θα ανοίξουμε τον ασκό του Αιόλου στη Θράκη.
Κι αυτό γιατί θα βρει ευκαιρία η Τουρκία να διεκδικήσει κάτι ανάλογο για λογαριασμό των εκεί μειονοτικών. Και επειδή αυτή δεν ξέρει από σεβασμό της εδαφικής κυριαρχίας του άλλου (ειδικά αν ο ”άλλος” είμαστε εμείς), θα αρχίσει με το αίτημα για άμεση αναγνώριση ”τουρκικής” μειονότητας στην Ελλάδα και θα καταλήξει – δια της κατάκτησης της διοικητικής, αστυνομικής και εκπαιδευτικής αυτοδιοίκησης – να ζητά την αυτονομία και, τελικά, την ανεξαρτησία της Θράκης…