Tuesday, February 21, 2017

Επικίνδυνες καταστάσεις στην Αλβανία

Εφημερίδα Μακεδονία



Ελευθέριος Τζιόλας - 19/02/2017

Makedonia newspaper

Ήταν Ιούνιος του 2001, όταν εκ μέρους της ελληνικής Βουλής, συμμετείχα ως μέλος της ορισμένης πολυμερούς επιτροπής του ΟΑΣΕ για την παρακολούθηση – επιτήρηση των εκλογών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Αλβανία. Επικεφαλής, υπεύθυνος της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ένας έμπειρος και ικανός πολιτικός, τον οποίο εκτιμούσα -και εκτιμώ- βαθιά, ο Σήφης Βαλυράκης. Ο Σ. Βαλυράκης ξαναγύριζε στον τόπο, όπου είχε βρεθεί 30 χρόνια πριν, επί Εμβέρ Χότζα, καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα στο Φιέρι, μετά την θρυλική απόδρασή του την περίοδο της χούντας από τις φυλακές της Κέρκυρας όπου κρατούνταν, κολυμπώντας απέναντι στις ακτές της Αλβανίας.
Κατά την κατανομή των περιοχών ευθύνης, ζήτησα με παρρησία και συναίσθηση ευθύνης από τον Σ. Βαλυράκη να ορισθώ υπεύθυνος για την περιοχή της Χειμάρρας. Γνωρίζαμε και οι δύο τη σημασία και τη βαρύτητα και της περιοχής και της κοινής μας απόφασης. Στις προηγηθείσες βουλευτικές εκλογές είχαν γίνει »σημεία και τέρατα», όργιο βίας και νοθείας στις βορειοηπειρώτικες περιοχές της ελληνικής μειονότητας και ιδιαίτερα στη Χειμάρρα, κέντρο πάντα του ελληνισμού στην Αλβανία, ιδιαίτερη πατρίδα και του Πύρρου Δήμα. Όταν ήταν να ξεκινήσουμε από τα Τίρανα, όπου είχε συναντηθεί το σύνολο των μελών-αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων του ΟΑΣΕ, ο Σήφης σε προσωπική συνάντηση των δυο μας, έδωσε τις τελευταίες οδηγίες για την εξαιρετικά ευαίσθητη αποστολή. Ήδη, από την Ελλάδα, όταν είχα ζητήσει να μετέχω στη σχετική ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, είχα προετοιμασθεί για τους ανθρώπους που θα έβλεπα εκεί (στη Χειμάρρα) και το ρόλο καθενός. Με δύο τζιπ, παλιάς εποχής, η αντιπροσωπεία του ΟΑΣΕ (ένας Έλληνας, ένας Ολλανδός και μία Φιλανδή), συνοδευόμενη από τρεις υπηρεσιακούς κατευθυνόταν, μέσα από άγριο ορεινό τοπίο, προς τη Χειμάρρα. Ο μόνος που είχε καυτό, ζωτικό ενδιαφέρον ήμουν ο ίδιος, οι δύο άλλοι συνάδελφοι ήταν σχετικά ουδέτεροι, τυπικοί παρατηρητές… Είναι, μάλλον, αντικείμενο άλλου σημειώματος, η παρουσίαση των σκληρών, απερίγραπτων συνθηκών των εκλογών για τις οποίες τυπικά βρέθηκα (βρεθήκαμε) στη Χειμάρρα, καθώς και των αποφάσεων, των επιλογών και των μέτρων που ελήφθησαν, τότε, εκεί και σε επαφή με τα Τίρανα, για τη στοιχειώδη εξομάλυνση και πραγματοποίηση των εκλογικών διαδικασιών, σε όλα τα τμήματα. Nα σημειώσω μόνο, ότι η επίσημη ταυτότητα-κάρτα του μέλους της ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής επιτροπής του ΟΑΣΕ, αποτέλεσε αποτρεπτική ασπίδα στην αναμέτρηση με ένοπλους παρακρατικούς του Μπερίσα που γυρόφερναν, τραμπουκίζοντας και τρομοκρατώντας την παραμονή και τη μέρα των εκλογών.

Οι εκλογές εκείνες, που κρατήθηκαν με »νύχια και δόντια» στην κόψη της νομιμότητας, ήταν τελικά για τη Χειμάρρα σαρωτικά νικηφόρες, για το κυρίαρχο ελληνικό στοιχείο. Αυτή ακριβώς η κυριαρχία επιχειρήθηκε να σπάσει με τη νέα διοικητική διαίρεση της Αλβανίας, μέσω της οποίας η Χειμάρρα και οι άλλες μειονοτικές περιοχές τεμαχίσθηκαν και προσκολλήθηκαν σε περιοχές με αλβανικό πληθυσμό, με σκοπό να καταστεί ανέφικτη η δυνατότητα εκπροσώπησης της ελληνικής μειονότητας στο αλβανικό κοινοβούλιο, αλλά και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στις τρεις μέρες και τα δύο βράδια που έμεινα στη Χειμάρρα -κοιμήθηκα συνολικά πέντε – έξι ώρες- άκουσα, είδα, πληροφορήθηκα, ανεβοκατέβηκα, συνομίλησα, περπάτησα και νύχτα και μέρα, έζησα από κοντά τις συνθήκες των Ελλήνων στον μαρτυρικό αυτό τόπο, βίωσα, παρά την όποια ιδιοσυστασία του θεσμικού κοινοβουλευτικού-παρατηρητή του ΟΑΣΕ, μια κατάσταση διώξεων, εξώσεων, εκβιασμών και ύπουλων χαφιεδισμών πολλαπλών επιπέδων και μορφών, που δεν μπορεί να αποδοθεί και να γίνει κτήμα μέσα κι από την πιο έντονη δυνατή περιγραφή! Την ίδια στιγμή, διαπίστωνα στα αυλακωμένα πρόσωπα, στις σφιγμένες γροθιές, στα μετρημένα και βαριά λόγια τους, το βάθος του κουράγιου, της δύναμης και της βούλησης αυτών των ανθρώπων, της συνείδησής τους για ένα χρέος απέναντι σε ό,τι ελληνικό, σε ό,τι δίκαιο, το στέρεο αίσθημα αποστολής! Είναι μια παρακαταθήκη που διαρκεί και εγκαλεί…

Ναρκωτικά, πολιτική κρίση
Η Αλβανία εμφανίζει μια εικόνα, όπου η οικονομία της τρέχει με ρυθμούς ανάπτυξης που πλησιάζουν ακόμα και το 3% και ένα πρόγραμμα μεγάλων τουριστικών υποδομών και δραστηριοτήτων, κυρίως στις περιοχές των Αγ. Σαράντα και της Χειμάρρας (απ’ όπου και ο βασικός λόγος καταπατήσεων και αποσπάσεων περιουσιών των Ελλήνων). Όμως, οι κύριοι λόγοι της οικονομικής της ενδυνάμωσης οφείλονται, από τη μια στην καλλιέργεια, το λαθρεμπόριο και τη διακίνηση προς την Ιταλία και τις ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο κ.ά.) του χασίς και των ναρκωτικών, απ’ όπου υπολογίζεται ότι προέρχεται το 30% της εμφανιζόμενης ανόδου (τα οικονομικά εισοδήματα της »ναρκο-οικονομίας» νομιμοποιούνται στην επόμενη φάση ως »επενδύσεις») και από την άλλη, στη συνεχιζόμενη ροή εμβασμάτων από την Ελλάδα, με πάνω από 40% του συνόλου των εισροών, από την Ιταλία (περί το 30%) και τις ΗΠΑ (περίπου 10%). Η υπόθεση του χασίς και των ναρκωτικών, κάτω και από την πίεση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, εξελίσσεται σε μεγάλη και σοβαρή εσωτερική πολιτική κρίση.

Η σοβαρότητα του ζητήματος οδήγησε τον υπουργό Δικαιοσύνης, Ι. Μανιάνι, προερχόμενο από το συνεργαζόμενο κόμμα του Ι. Μέτα (προέδρου της Βουλής) να ζητήσει, μπροστά στην αδυναμία των αστυνομικών αρχών, την επέμβαση του στρατού για την εκκαθάριση μεγάλων περιοχών, γειτονεύουσες με το Κόσοβο και τη fYROM, όπου υπάρχουν και εξαπλώνονται καλλιέργειες χασίς, ζητώντας παράλληλα, να συλληφθεί ο επιχειρηματίας Κ. Μπαλίλι με την κατηγορία του χρηματοδότη και υπεύθυνου για την εκτεταμένη καλλιέργεια χασίς και τη διακίνηση ναρκωτικών. Γεγονότα που οδήγησαν τον πρωθυπουργό, Ε. Ράμα, αντί να προβεί στη λήψη μέτρων που ο υπουργός του του πρότεινε, να τον παύσει, κλιμακώνοντας έτσι τη σοβούσα κρίση, καταφεύγοντας στην υποστήριξη, απέναντι σε πιθανό εσωτερικό κυβερνητικό ρήγμα, στο κόμμα των Αλβανοτσάμηδων, τους οποίους έχει καταστήσει κυβερνητικούς εταίρους του. Ταυτόχρονα, ο Ε. Ράμα έδινε προς την Ε.Ε. το εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα, ότι στον τομέα αυτόν η κυβέρνησή του όχι μόνον αδυνατεί να προχωρήσει σε ουσιαστικά μέτρα εκκαθάρισης, αλλά ότι οι συμπεριφορές του στοιχειοθετούν συνυπευθυνότητα, για την οποία κατηγορείται και από τμήματα της κυβέρνησής του και από άλλες δυνάμεις στη χώρα του.

Ισλαμικός φονταμελισμός, διάχυτη εγκληματικότητα
Το άλλο μεγάλο και σημαντικό ζήτημα είναι η άνοδος και η επέκταση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη χώρα. Δεν πρόκειται για την εικόνα που τείνει να δοθεί του θρησκευτικού δικαιώματος και της δήθεν ιστορικά διαμορφωμένης τάσης της αλβανικής κοινωνίας προς τον ισλαμισμό. Πράγμα, μάλιστα, καθόλου αληθές, όταν σήμερα, το 22% του αλβανικού πληθυσμού είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, κάτω από τη φωτισμένη, άοκνη, ευεργετική ποιμεναρχία του αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και Αλβανίας, Αναστασίου. Αυτά, λοιπόν, περί ιστορικής ισλαμικής τάσης αποτελούν καλοστημένα προσχήματα, πίσω από τα οποία υπάρχει και αναπτύσσεται μια πραγματικότητα ζοφερή και οδυνηρή, με τη δημιουργία ενός ευρέως δικτύου, με εστίες τα τζαμιά, καθοδηγητές θρησκευτικούς ηγέτες (ιμάμηδες κ.λπ), οργανώσεις προσχηματικά πολιτισμικού χαρακτήρα, ισχυρές σχέσεις με την Τουρκία και δαιδαλώδεις χρηματοδοτήσεις από σουνιτικές χώρες του Κόλπου. Το τρίγωνο Τίρανα – Πρίστινα – Τέτοβο, με κυρίαρχη πάντα την αναφορά στα »μητρικά Τίρανα», συγκροτεί το πλαίσιο του αλβανικού ισλαμικού φονταμενταλισμού, απ’ όπου σημαντικός αριθμός πιστών έχει μεταβεί στα πολεμικά μέτωπα του συριακού δράματος με συμμετοχή του στο »Ισλαμικό Κράτος» και όσοι, όταν επέστρεφαν, συνέχιζαν εκπαιδευμένοι πλέον, αποφασιστικότερα το ρόλο τους.

Τον Μάιο 2015, στο Δικαστήριο Σοβαρών Εγκλημάτων των Τιράνων, η κοινή γνώμη σε Αλβανία, Ευρώπη και διεθνώς είχε μια αντιπροσωπευτική εικόνα όλων αυτών. Οι φονταμενταλιστές ιμάμηδες Genci Balla (από το τζαμί των Τιράνων) και Bujar Hysa (από τζαμί των περιχώρων των Τιράνων) μαζί με πέντε συνεργάτες τους δικάζονταν με ένα βαρύ κατηγορητήριο που στοιχειοθετούταν από στρατολόγηση πιστών με προορισμό τις τάξεις εξτρεμιστικών οργανώσεων στη Συρία και στο Ιράκ, από συστηματικό προσηλυτισμό και ρητορική μίσους. Από το εδώλιο του κατηγορουμένου ζητούσαν να δικαστούν με το νόμο της σαρία, απειλούσαν με τον »στρατό του Αλλάχ» που θα καταλάβει τη Ρώμη και την Περσία, προέβαλαν τις θέσεις του »Ισλαμικού Κράτους», ενώ, παράλληλα, πιστοί τους, εκτός του δικαστηρίου, προσεύχονταν εκτοξεύοντας κατάρες και απειλές. Δεν είναι τυχαίο, ότι πρόσφατα η ιταλική εφημερίδα »La Republica» με τίτλο της »Τρομοκρατία, σημαίες του ISIS σε αλβανικά χωριά» γράφει συγκεκριμένα: »Εφηβοι από τα χωριά Leshnica, Zagorcan και Rremen είναι σαν αυτούς που έκαναν την Ευρώπη να τρέμει.

Είναι πιο επικίνδυνοι από τον Almir Daci που κατάγεται από τη Leshnica και έχει ριζοσπατικοποιήσει εκατοντάδες άτομα. Ο Almir Daci φέρεται νεκρός από τον περασμένο Μάρτιο στη Συρία». Το δημοσίευμα δημιουργεί την εικόνα, ότι πολλοί Αλβανοί που διαβιούν στην Απουλία αποτελούν παράγοντα κινδύνου για τον ιταλικό πληθυσμό, ενώ ακόμη, προσθέτει ότι είναι γνωστό πως Αλβανοί εμπλέκονται σε εγκληματικές ομάδες, που δραστηριοποιούνται κυρίως στην επαρχία του Μπάρι, με τη διακίνηση ναρκωτικών και όπλων. Έμμεσο μήνυμα για την επέκταση της ισλαμικής δραστηριότητας αποτελεί ο ταυτόχρονος συνεχής διωγμός του ελληνικού στοιχείου, της καταστροφής ορθόδοξων χριστιανικών μνημείων, εκκλησιών και μοναστηριών, καθώς και ο ωμός, απροσχημάτιστος σφετερισμός περιουσιών και της Εκκλησίας και των Ελλήνων. Χαρακτηριστικά αναφέρονται: το γκρέμισμα του Ι. Ναού του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες της Χειμάρρας, η αυθαίρετη μεταβίβαση, το 1998, 400.000 τ.μ. που περιλαμβάνει και την Ι.
Μονή των Σαράντα Μαρτύρων στον Servet Ismail, που αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστογράφος και καταδικάσθηκε ποινικά, χωρίς όμως να επιστραφεί η ιδιοκτησία στην Ι. Μονή! Τελευταία, μαζί με την αυθαίρετη απόσπαση των περιουσίων από 19 Έλληνες της Χειμάρρας, οι οικοδομικές εργασίες του πρώην γενικού διευθυντή της Αστυνομίας στον περιβάλλοντα χώρο της Ι. Μονής των Αγίων Θεοδώρων στη Χειμάρρα αποτελεί μία ακόμα τέτοια ακραία περίπτωση. Η διάχυτη εγκληματικότητα, όχι μόνο στις περιοχές της Χειμάρρας, της Δρόπολης, των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας της Ηπείρου (Κόνιτσα, Πωγώνι, Χιονιάδες, Μολυβδοσκέπαστο, Ξηρόβαλτο, Ορεινό κ.λπ.) είναι ένα συνοδευτικό σκληρό φαινόμενο του κλίματος παρανομίας και αυθαιρεσιών που απλώνεται στην ευρύτερη περιοχή και απαιτεί συστηματική και οργανωμένη αντιμετώπιση.

Το ελάχιστο καθήκον
Η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει μία γείτονα με εθνικιστικές αντιλήψεις, σε πολλές περιπτώσεις μισαλλόδοξες συμπεριφορές και με πολιτική καταπάτησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της μειονότητας στην ελευθερία, την περιουσία, τον πολιτισμό, τη θρησκεία. Οφείλει να είναι αποφασιστική και ανυποχώρητη. Η Ε.Ε. βρίσκεται με μία υποψήφια προς ένταξη χώρα με κρίσιμα ζητήματα λαθρεμπορίου, ισλαμικού φονταμενταλισμού, δημοκρατικών ελευθεριών, ανθρώπινων δικαιωμάτων, λειτουργίας της δικαιοσύνης ανοιχτά και μείζονα. Οφείλει να ασκήσει τη μέγιστη πίεση για συμμόρφωση και προσαρμογή. Και αυτό μπορεί να το πράξει.



Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 19 Φεβρουαρίου 2017

No comments: